Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) το πορτοκάλι 2) (

См. также в других словарях:

  • πορτοκάλι — το, Ν ο καρπός τής πορτοκαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portogallo] …   Dictionary of Greek

  • πορτοκάλι — το (λ. ιταλ.), ο ζουμερός καρπός της πορτοκαλιάς, αλλ. χρυσόμηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλής — ιά, ί, Ν [πορτοκάλι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού 3. φρ. «το πορτοκαλί τού χρωμίου» τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Orange (fruit) — Orange Orange blossoms and oranges on tree …   Wikipedia

  • ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα …   Dictionary of Greek

  • ηλιανθίνη — Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N C6H4 SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του… …   Dictionary of Greek

  • κλίβια — (Clivia). Γένος φυτών της οικογένειας των αμαρυλλίδων, ιθαγενές της νότιας Αφρικής. Είναι πολυετή αειθαλή φυτά με κοντό στέλεχος, μικρά κατακόρυφα ριζώματα, παχιές ρίζες και δερματώδη φύλλα, τα οποία –σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»