-
1 апельсин
апельсин м 1) (плод ) το πορτοκάλι 2) (дерево ) η πορ τοκαλιά* * *м1) ( плод) το πορτοκάλι2) ( дерево) η πορτοκαλιά -
2 оранжевый
επ.πορτοκαλής•-ое плитье πορτοκαλί φόρεμα•
оранжевый цвет πορτοκαλί χρώμα.
-
3 апельсин
1. (дерево) η χρυσομηλέα, разг. η πορτοκαλιά 2. (плод) το χρυσόμηλο, разг. το πορτοκάλι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > апельсин
-
4 королёк
1. (птица) το βασιλοπούλι, η αλκυών 2. (сорт апельсина) το (πορτοκάλι) σαγκουίνι (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > королёк
-
5 цвета каления
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε υψηλές θερμοκρασίεςтемпература θερμοκρασία (°С)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета каления
-
6 апельсин
апельсинм1. (плод) τό πορτοκάλι [-ον];2. (дерево) ἡ πορτοκαλιά, ἡ πορτοκαλέα. -
7 апельсиновый
апельсин||овыйприл πορτοκαλενιος, ἀπό πορτοκάλι:\апельсиновыйовый сок ὁ χυμός πορτοκαλιοῦ, ἡ πορτοκάλάδα; \апельсиновыйовая роща ὁ πορτοκαλεώνας. -
8 апельсин
[απιλ'σίν] ουσ. α. πορτοκάλι -
9 королёк
[καραλιόκ] ουσ. α κόκκινο πορτοκάλι -
10 апельсин
[απιλ'σίν] ουσ α πορτοκάλι -
11 королёк
[καραλιόκ] ουσ α κόκκινο πορτοκάλι -
12 апельсин
-а α.1. πορτοκαλιά.2. το πορτοκάλι. -
13 кожа
-и θ.1. δέρμα (ανθρώπου ή ζώου)• επιδερμίδα.2. γδαρμένο δέρμα ζώου, τομάρι. || κατεργασμένο δέρμα ζώου, πετσί.3. φλούδα καρπού•апельсин с толстой кожей πορτοκάλι χοντροφλούδικο.
εκφρ.чёртова кожа – είδος γερού βαμμπακερού υφάσματος•кожа да кости – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•ни -и ни рожи – ασχημομούρης και αδύνατος•из -и (вон) лезть (вылезти) – τρώγω τα λυσσακά μου, τα σίδερα (προσπαθώ παντί σθένει). -
14 королёк
-лька α.1. βασιλίσκος, βασιλιάς μικρού κράτους.2. πορτοκάλι σαγκουίνι.3. βασιλοπούλι, ψαροφάγος, αλκυών. -
15 счистить
ρ.σ.μ. καθαρίζω, αφαιρώ, βγάζω•-снег с пути εκχιονίζω το δρόμο•
счистить грязь βγάζω τις λάσπες•
счистить конуру с апельсина ξεφλουδίζω το πορτοκάλι.
καθαρίζομαι, αφαιρούμαι, βγαίνω. -
16 тонкокожий
-ая, -ееεπ., βρ: -кож, -а, -е λεπτόφλουδος•тонкокожий апельсин λεπτόφλουδο πορτοκάλι.
|| λεπτόδερμος.
См. также в других словарях:
πορτοκάλι — το, Ν ο καρπός τής πορτοκαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portogallo] … Dictionary of Greek
πορτοκάλι — το (λ. ιταλ.), ο ζουμερός καρπός της πορτοκαλιάς, αλλ. χρυσόμηλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
πορτοκαλής — ιά, ί, Ν [πορτοκάλι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού 3. φρ. «το πορτοκαλί τού χρωμίου» τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Orange (fruit) — Orange Orange blossoms and oranges on tree … Wikipedia
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek
ηλιανθίνη — Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N C6H4 SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του… … Dictionary of Greek
κλίβια — (Clivia). Γένος φυτών της οικογένειας των αμαρυλλίδων, ιθαγενές της νότιας Αφρικής. Είναι πολυετή αειθαλή φυτά με κοντό στέλεχος, μικρά κατακόρυφα ριζώματα, παχιές ρίζες και δερματώδη φύλλα, τα οποία –σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της… … Dictionary of Greek